ορούα

ορούα
ὀρούα, ἡ (Α)
βλ. ορύα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ορύα — ὀρύα και, κατά τον Ησύχ., ὀρούα, ἡ (Α) 1. λουκάνικο 2. ως κύριο όν. Ὀρύα τίτλος έργου τού Επιχάρμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση τής λ. με λατ. arvīna «λίπος» (πρβλ. ἀρβέννη κρέας Σικελοι) θεωρείται εξαιρετικά αμφίβολη] …   Dictionary of Greek

  • Σ, σ, ς — (αρχαία ελληνικά σίγμα και σΣ, σ, ςιγμα). Το δέκατο όγδοο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Αντιστοιχεί προς το σημιτικό shim (= δόντι, δέντρο). Στην ονομασία shim αντιστοιχεί η δωρική ονομασία σαν, ενώ η ονομασία σίγμα προέρχεται από το σημιτικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”